Οι Γερμανοί φημίζονται για τις σύνθετες λέξεις τους: δυο, αλλά και τρία, τέσσερα, πέντε και περισσότερα ουσιαστικά σχηματίζουν μια λέξη. Η έννοια τους είναι πολλές φορές ξεκάθαρη – υπάρχουν όμως και λέξεις, των οποίων η έννοια δεν κατανοείται με τη μια. Σήμερα σας έχω μια μικρή συλλογή από τέτοιες σύνθετες λέξεις, που υπάρχουν πραγματικά μόνο στα γερμανικά.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν:
1. das Abendbrot (ντας άμπεντμπροτ) – το βραδινό γεύμα
man bezieht sich oft auf die Mahlzeit, die am Abend eingenommen wird
το βραδινό γεύμα (κυριολεκτικά: το βραδινό ψωμί/η βραδινή φέτα ψωμί)
2. der Brückentag (ντερ μπρύκενταγκ)
das ist der Tag, der zwischen zwei arbeitsfreien Tagen liegt (z.B. Feiertag und
Wochenende) und sich super als Urlaub eignet
Έτσι χαρακτηρίζεται η μέρα, που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο ημέρες (συνήθως μια μέρα εντός της βδομάδας που είναι αργία και Σαββατοκύριακο), η οποία είναι κατάλληλη για να πάρετε ρεπό (π.χ. Πεντηκοστή στη Γερμανία: Πέμπτη είναι αργία, Παρασκευή εργάσιμη μέρα και Σάββατο – για να μην πάτε Παρασκευή στη δουλειά, δηλώνετε άδεια (και με πολύ φαντασία, η Παρασκευή γίνεται η γέφυρα μεταξύ Πέμπτης και Παρασκευής).
3. das Fernweh (ντας φερνβε) die Reiselust, die Sehnsucht nach fernen Ländern
Η όλη κατάσταση με τον κορονοϊό και το πρόβλημα με τα ταξίδια, μας κάνει να
νιώθουμε μια νοσταλγία για ταξίδια, για άλλες, μακρινές χώρες.
4. das Fingerspitzengefühl (ντας φινγκερσπιτσενγκεφιλ)
das Feingefühl, der vorsichtige und umsichtige Umgang mit Menschen und Dingen
Η ευαισθησία/η διακριτικότητα στη συναναστροφή με τους συνανθρώπους μας (όταν βλέπουμε π.χ. κάποιον να κλαίει, δεν πηγαίνουμε δίπλα του και γελάμε, αλλά τον ρωτάμε τι έχει και προσπαθούμε να του φτιάξουμε τη διάθεση)
5. die Geschmacksverirrung (ντι γκεσμπακσφεριρουνγκ)
die Wahl zusammengestellter Dinge, die dem Geschmack einer anderen Person überhaupt nicht entsprechen
Η επιλογή συνδυασμένων πραγμάτων ή αντικειμένων, που δεν εκφράζει το γούστο ενός άλλου προσώπου
6. die Schadenfreude (ντι σαντενφροϊντε) – χαιρεκακία man freut sich, wenn es einem Freund nicht gut geht bzw. über seinen Misserfolg
Η αίσθηση ευχαρίστησης που νιώθει ένας άνθρωπος με την ατυχία ενός άλλου
ανθρώπου λόγω εσφαλμένων ενεργειών ή αποφάσεων.
7. lebensmüde (λεμπενσμυντε) – απελπισμένος/κουρασμένος από τη ζωή
man will nicht mehr leben, man möchte eher sterben
όταν κάποιος θέτει εσκεμμένα τη ζωή του σε κίνδυνο (ή καμιά φορά και άθελα του)
8. das Weichei (ντας βαϊχαϊ)
eine schwache Person, ein Schwächling
ένα αδύναμο άτομο
9. das Kuddelmuddel (ντας κουντελμουντελ)
schöne Form, um ein Chaos zu beschreiben
ένα ωραίος, χαϊδευτικός τρόπος να περιγράψουμε ένα χάος
10. das Luftschloss (ντας λουφτσλος) – το αέρινο παλάτι (χτίζω πύργους στην
άμμο)
etwas, das man gerne hätte und sich auch sehr wünscht, was aber nur in unserer Fantasie existiert
όλοι μας κάνουμε και έχουμε όνειρα, πολλά εκ των οποίων θα πραγματοποιηθούν, αλλά μπορεί και για πάντα να μείνουν ανεκπλήρωτα
11. die Sehnsucht (ντι σενσουχτ) – λαχτάρα/νοσταλγία
Das Wort kann sich sowohl auf Essen, Dinge, Orte, Personen oder Städte beziehen.
Es ist meist ein trauriger Zustand, der aber die Freude auf eine bestimmte Sache viel stärker macht.
Αυτή η λέξη μπορεί να αναφερθεί τόσο σε γεύμα, αντικείμενο, τόπο, πρόσωπο αλλά και πόλη. Έχει συνήθως θλιβερή σημασία που κάνει τη χαρά, που νιώθουμε για ένα συγκεκριμένο συμβάν, πιο έντονη.
12. die Geborgenheit (ντι γκεμπρογκενχαϊτ)
Das Gefühl, wenn man nach einem langen, stressigen, schwierigen Tag nach Hause kommt, herzlich empfangen wird und mit seinem Lieblingsessen überrascht wird.
Es ist im Allgemeinen das Gefühl, wenn man geliebte Menschen in einer
gemütlichen, angenehmen Atmosphäre um sich hat.
όταν γυρνάμε ύστερα από μια μεγάλη, αγχωτική και δύσκολη μέρα σπίτι, και μας υποδέχονται θερμά και ειδικά στο στρωμένο τραπέζι να μας περιμένει το αγαπημένο μας γεύμα. Είναι γενικά η αίσθηση που νιώθουμε όταν βρισκόμαστε σε οικείο χώρο μαζί με ανθρώπους που αγαπάμε.
13. das Sturmfrei (ντας στουρμφραϊ)
die Möglichkeit, ungehindert Besuch einzuladen
η δυνατότητα, να προσκαλέσουμε ανενόχλητοι φίλους στο σπίτι μας (ειδικά όταν λείπουν οι γονείς μας ή κάποιος που θα μας κάνει παρατήρηση)
14. das Bausparen (ντας μπαουσπαρεν)
Die Deutschen sind allgemein bekannt für ihre Sparsamkeit. Darunter insbesondere das Geld, das jeden Monat auf ein separates Konto überwiesen wird um nach ein paar Jahren für den Kauf einer Wohnung/eines Hauses oder zum Bau eines Hauses verwendet wird.
Οι Γερμανοί φημίζονται γενικά ότι είναι οικονόμοι. Αυτή η λέξη περιγράφει ειδικά τα χρήματα, που καταθέτουμε μηνιαίως σε ένα ξεχωριστό τραπεζικό λογαριασμό (στο όνομά μας βέβαια) ώστε να μπορέσουμε ύστερα από μερικά χρόνια να αγοράσουμε διαμέρισμα/σπίτι ή να χτίσουμε ένα σπίτι.
15. der Dornröschenschlaf (ντρε ντορνρεσχενσλαφ)
sehr lang andauernder Schlaf
ο μακράς διάρκειας ύπνος
Dornröschen = η ωραία κοιμωμένη